- τάνυση
- ητάνυσμα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τάνυση — η / τάνυσις, ύσεως, ΝΑ [τάνυμαι/ τανύω] 1. η ενέργεια τού τανύω, τέντωμα 2. μτφ. ένταση προσπάθειας, σφίξιμο … Dictionary of Greek
τανύσῃ — τανύσηι , τάνυσις fem dat sg (epic) τανύω stretch aor subj mid 2nd sg τανύω stretch aor subj act 3rd sg τανύω stretch fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
τάνυσις — ύσεως, ἡ, Α βλ. τάνυση … Dictionary of Greek
τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… … Dictionary of Greek